Αρχικοί χρόνοι
Φωνή Eνεργητική
Φωνή Μέση & Παθητική
Ενεστώτας
ἵημι
ἵεμαι
Παρατατικός
ἵην
ἱέμην
Μέλλοντας
ἥσω
ἥσομαι & ἑθήσομαι
Αόριστος
ἧκα
ἡκάμην & εἵμην & εἵθην
Παρακείμενος
εἷκα
εἷμαι
Υπερσυντέλικος
εἵκειν
εἵμην
Συντελ.Μέλλ.
-
-
ἵημι , ήδη μυκηναϊκή 𐀂𐀋𐀵 (i-je-to , ἵετο ) < (κληρονομημένο ) πρωτοελληνική *yiyēmi (με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα * ye-. Συγγενή: λατινική iacio , γαλλική jeter , ιταλική gettare . [1]
ἵημι (μεταβατικό του εἶμι )
θέτω σε κίνηση , κάνω κάτι να κινηθεί
στέλνω , αποστέλλω
εκπέμπω
εκβάλλω
προφέρω , εκστομίζω
ρίχνω
(για υγρό ) χύνω , αφήνω να τρέξει
τοποθετώ , θέτω
(μέσο ) ωθούμαι
(μέσο ) επιθυμώ , ποθώ , λαχταρώ
Κλίση
Ενεργητικός Ενεστώτας
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἵημι
ἱῶ
ἱείην
-
σύ
ἵης (& ἱεῖς )
ἱῇς
ἱείης
ἵει
οὗτος
ἵησι
ἱῇ
ἱείη
ἱέτω
ἡμεῖς
ἵεμεν
ἱῶμεν
ἱείημεν /ἱεῖμεν
-
ὑμεῖς
ἵετε
ἱῆτε
ἱείητε /ἱεῖτε
ἵετε
οὗτοι
ἱᾶσι(ν)
ἱῶσι(ν)
ἱείησαν /ἱεῖεν
ἱέντων / ἱέτωσαν
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
ἱέναι
ἱείς (γεν. ἱέντος )
ἱεῖσα
ἱέν
Ενεργητικός Παρατατικός
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἵην
-
-
-
σύ
ἵεις
-
-
-
οὖτος
ἵει
-
-
-
ἡμεῖς
ἵεμεν
-
-
-
ὑμεῖς
ἵετε
-
-
-
οὗτοι
ἵεσαν
-
-
-
Ενεργητικός Μέλλοντας
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἥσω
-
ἥσοιμι
-
σύ
ἥσεις
-
ἥσοις
-
οὗτος
ἥσει
-
ἥσοι
-
ἡμεῖς
ἥσομεν
-
ἥσοιμεν
-
ὑμεῖς
ἥσετε
-
ἥσοιτε
-
οὗτοι
ἥσουσι(ν)
-
ἥσοιεν
-
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
ἥσειν
ἥσων
ἥσουσα
ἧσον
Ενεργητικός Αόριστος α'
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἧκα
ἥκω
ἥκαιμι
-
σύ
ἧκας
ἥκῃς
ἥκαις / ἥκειας
ἧκον
οὗτος
ἧκε
ἥκῃ
ἥκαι / ἥκειεν
ἡκάτω
ἡμεῖς
ἥκαμεν
ἥκωμεν
ἥκαιμεν
-
ὑμεῖς
ἥκατε
ἥκητε
ἥκαιτε
ἥκατε
οὗτοι
ἧκαν
ἥκωσι(ν)
ἥκαιεν / ἥκειαν
ἡκάντων / ἡκάτωσαν
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
ἧκαι
ἥκας
ἥκασα
ἧκαν
Ενεργητικός Παρακείμενος
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
εἷκα
εἵκω / εἱκώς , εἱκυῖα , εἱκός ὦ
εἵκοιμι / εἱκώς , εἱκυῖα , εἱκός εἴην
-
σύ
εἷκας
εἵκῃς / εἱκώς , εἱκυῖα , εἱκός ᾖς
εἵκοις / εἱκώς , εἱκυῖα , εἱκός εἴης
εἱκώς , εἱκυῖα , εἱκός ἴσθι
οὗτος
εἷκε
εἵκῃ / εἱκώς , εἱκυῖα , εἱκός ᾖ
εἵκοι / εἱκώς , εἱκυῖα , εἱκός εἴη
εἱκώς , εἱκυῖα , εἱκός ἔστω
ἡμεῖς
εἵκαμεν
εἵκωμεν / εἱκότες , εἱκυῖαι , εἱκότα ὦμεν
εἵκοιμεν / εἱκότες , εἱκυῖαι , εἱκότα εἴημεν/εἶμεν
-
ὑμεῖς
εἵκατε
εἵκητε / εἱκότες , εἱκυῖαι , εἱκότα ἦτε
εἵκοιτε / εἱκότες , εἱκυῖαι , εἱκότα εἴητε/εἶτε
εἱκότες , εἱκυῖαι , εἱκότα ἔστε
οὗτοι
εἵκασι(ν)
εἵκωσι(ν) / εἱκότες , εἱκυῖαι , εἱκότα ὦσι(ν)
εἵκοιεν / εἱκότες , εἱκυῖαι , εἱκότα εἴησαν/εἶεν
εἱκότες , εἱκυῖαι , εἱκότα ἔστων
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
εἱκέναι
εἱκώς
εἱκυῖα
εἱκός
Ενεργητικός Υπερσυντέλικος
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
εἵκειν
-
-
-
σύ
εἵκεις
-
-
-
οὖτος
εἵκει
-
-
-
ἡμεῖς
εἵκεμεν
-
-
-
ὑμεῖς
εἵκετε
-
-
-
οὗτοι
εἵκεσαν
-
-
-
↑ «άνεση» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.