ἑσμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εσμός

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
< ρήμα ἕζομαι (κάθομαι)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἑσμός αρσενικό