εκστομίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκστομίζω < εκ- στόμ(α) + -ίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη νέα ελληνική ξεστομίζω) [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ek.stoˈmi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐στο‐μί‐ζω
Ρήμα
[επεξεργασία]εκστομίζω, αόρ.: εκστόμισα, παθ.φωνή: εκστομίζομαι, π.αόρ.: εκστομίστηκα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκστομίζω | εκστόμιζα | θα εκστομίζω | να εκστομίζω | εκστομίζοντας | |
β' ενικ. | εκστομίζεις | εκστόμιζες | θα εκστομίζεις | να εκστομίζεις | εκστόμιζε | |
γ' ενικ. | εκστομίζει | εκστόμιζε | θα εκστομίζει | να εκστομίζει | ||
α' πληθ. | εκστομίζουμε | εκστομίζαμε | θα εκστομίζουμε | να εκστομίζουμε | ||
β' πληθ. | εκστομίζετε | εκστομίζατε | θα εκστομίζετε | να εκστομίζετε | εκστομίζετε | |
γ' πληθ. | εκστομίζουν(ε) | εκστόμιζαν εκστομίζαν(ε) |
θα εκστομίζουν(ε) | να εκστομίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκστόμισα | θα εκστομίσω | να εκστομίσω | εκστομίσει | ||
β' ενικ. | εκστόμισες | θα εκστομίσεις | να εκστομίσεις | εκστόμισε | ||
γ' ενικ. | εκστόμισε | θα εκστομίσει | να εκστομίσει | |||
α' πληθ. | εκστομίσαμε | θα εκστομίσουμε | να εκστομίσουμε | |||
β' πληθ. | εκστομίσατε | θα εκστομίσετε | να εκστομίσετε | εκστομίστε | ||
γ' πληθ. | εκστόμισαν εκστομίσαν(ε) |
θα εκστομίσουν(ε) | να εκστομίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκστομίσει | είχα εκστομίσει | θα έχω εκστομίσει | να έχω εκστομίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκστομίσει | είχες εκστομίσει | θα έχεις εκστομίσει | να έχεις εκστομίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκστομίσει | είχε εκστομίσει | θα έχει εκστομίσει | να έχει εκστομίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκστομίσει | είχαμε εκστομίσει | θα έχουμε εκστομίσει | να έχουμε εκστομίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκστομίσει | είχατε εκστομίσει | θα έχετε εκστομίσει | να έχετε εκστομίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκστομίσει | είχαν εκστομίσει | θα έχουν εκστομίσει | να έχουν εκστομίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκστομίζομαι | εκστομιζόμουν(α) | θα εκστομίζομαι | να εκστομίζομαι | ||
β' ενικ. | εκστομίζεσαι | εκστομιζόσουν(α) | θα εκστομίζεσαι | να εκστομίζεσαι | ||
γ' ενικ. | εκστομίζεται | εκστομιζόταν(ε) | θα εκστομίζεται | να εκστομίζεται | ||
α' πληθ. | εκστομιζόμαστε | εκστομιζόμαστε εκστομιζόμασταν |
θα εκστομιζόμαστε | να εκστομιζόμαστε | ||
β' πληθ. | εκστομίζεστε | εκστομιζόσαστε εκστομιζόσασταν |
θα εκστομίζεστε | να εκστομίζεστε | (εκστομίζεστε) | |
γ' πληθ. | εκστομίζονται | εκστομίζονταν εκστομιζόντουσαν |
θα εκστομίζονται | να εκστομίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκστομίστηκα | θα εκστομιστώ | να εκστομιστώ | εκστομιστεί | ||
β' ενικ. | εκστομίστηκες | θα εκστομιστείς | να εκστομιστείς | εκστομίσου | ||
γ' ενικ. | εκστομίστηκε | θα εκστομιστεί | να εκστομιστεί | |||
α' πληθ. | εκστομιστήκαμε | θα εκστομιστούμε | να εκστομιστούμε | |||
β' πληθ. | εκστομιστήκατε | θα εκστομιστείτε | να εκστομιστείτε | εκστομιστείτε | ||
γ' πληθ. | εκστομίστηκαν εκστομιστήκαν(ε) |
θα εκστομιστούν(ε) | να εκστομιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκστομιστεί | είχα εκστομιστεί | θα έχω εκστομιστεί | να έχω εκστομιστεί | εκστομισμένος | |
β' ενικ. | έχεις εκστομιστεί | είχες εκστομιστεί | θα έχεις εκστομιστεί | να έχεις εκστομιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκστομιστεί | είχε εκστομιστεί | θα έχει εκστομιστεί | να έχει εκστομιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκστομιστεί | είχαμε εκστομιστεί | θα έχουμε εκστομιστεί | να έχουμε εκστομιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκστομιστεί | είχατε εκστομιστεί | θα έχετε εκστομιστεί | να έχετε εκστομιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκστομιστεί | είχαν εκστομιστεί | θα έχουν εκστομιστεί | να έχουν εκστομιστεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκστομίζω
→ δείτε τη λέξη ξεστομίζω |
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ εκστομίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λέξεις με πρόθημα εκ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα νέα ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νέα ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)