βολικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βολικά < βολικός

Επίρρημα[επεξεργασία]

βολικά

  • με τρόπο βολικό, άνετο
    κάθισε βολικά στην πολυθρόνα κι άνοιξε μια μπύρα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

βολικά