βολικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

βολικά < βολικός

Επίρρημα

[επεξεργασία]

βολικά

  • με τρόπο βολικό, άνετο
    κάθισε βολικά στην πολυθρόνα κι άνοιξε μια μπύρα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

βολικά