convenable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
convenable | convenables |
convenable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
convenable | convenables |
convenable (fr) αρσενικό ή θηλυκό