ικανοποιητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ικανοποιητικός, -ή, -ό
- που ικανοποιεί ή είναι δυνατόν να ικανοποιεί
[επεξεργασία]
- ικανοποιητικά
- ικανοποιητικώς
- → δείτε τις λέξεις ικανοποιώ, ικανός και ποιώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ικανοποιητικός