ικανοποιητικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ικανοποιητικά < ικανοποιητικός + -ά
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1888[1]
Επίρρημα[επεξεργασία]
ικανοποιητικά (τροπικό)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ικανοποιητικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ικανοποιητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ικανοποιητικό
[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)