satisfactory

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός satisfactory
συγκριτικός more satisfactory
υπερθετικός most satisfactory

Επίθετο

[επεξεργασία]

satisfactory (en)

  • ικανοποιητικός
    ⮡  It wasn’t anything extraordinary but it was satisfactory.
    Δεν ήταν τίποτα εξαιρετικό αλλά ήταν ικανοποιητικό.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]