passable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός passable
συγκριτικός more passable
υπερθετικός most passable

Επίθετο[επεξεργασία]

passable (en)

  1. ανεκτός, υποφερτός, που είναι αρκετά καλό αλλά όχι εξαιρετικό
    -“What was the food like?” -“Passable.
    -«Πώς ήταν το φαΐ;» -«Ανεκτό
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη satisfactory
  2. βατός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

passable < passer

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɑ.sabl/

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
passable passables

passable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]