reasonable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός reasonable
συγκριτικός more reasonable
υπερθετικός most reasonable

Επίθετο

[επεξεργασία]

reasonable (en)

  1. λογικός, που είναι δίκαιο και πρακτικό
    ⮡  a reasonable reaction - λογική αντίδραση
    ⮡  the only reasonable explanation - η μόνη λογική εξήγηση
    ⮡  What he’s saying is very reasonable.
    Αυτό που λέει είναι πολύ λογικό.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη logical
  2. λογικός, που είναι αποδεκτό και κατάλληλο σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
    ⮡  That was the most reasonable thing to do.
    Αυτό ήταν το πιο λογικό που μπορούσες να κάνεις.
    ⮡  If he has reasonable demands…
    Αν έχει λογικές απαιτήσεις…
    ⮡  It is not reasonable of you to refuse.
    Δεν είναι λογικό να αρνείσαι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη logical
  3. λογικός, για τιμές που δεν είναι πολύ ακριβές
    ⮡  reasonable prices - λογικές τιμές
  4. αρκετός, αρκετά καλό, αλλά όχι πολύ καλό
    ⮡  a reasonable amount of food - αρκετή ποσότητα τροφής
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη satisfactory

Αντώνυμα

[επεξεργασία]