reasonable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | reasonable |
συγκριτικός | more reasonable |
υπερθετικός | most reasonable |
Επίθετο
[επεξεργασία]reasonable (en)
- λογικός, που είναι δίκαιο και πρακτικό
- λογικός, που είναι αποδεκτό και κατάλληλο σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
- λογικός, για τιμές που δεν είναι πολύ ακριβές
- ⮡ reasonable prices - λογικές τιμές
- αρκετός, αρκετά καλό, αλλά όχι πολύ καλό
- ⮡ a reasonable amount of food - αρκετή ποσότητα τροφής
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη satisfactory
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- reasonable - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 508. ISBN 9780194325684., λήμμα: λογικός