unreasonable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός unreasonable
συγκριτικός more unreasonable
υπερθετικός most unreasonable

Ετυμολογία [επεξεργασία]

unreasonable < un- + reasonable

Επίθετο[επεξεργασία]

unreasonable (en)

  • παράλογος, που δεν είναι δίκαιο και περιμένει πάρα πολλά
    He has unreasonable demands.
    Έχει παράλογες απαιτήσεις.

Πηγές[επεξεργασία]