unreasonable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | unreasonable |
συγκριτικός | more unreasonable |
υπερθετικός | most unreasonable |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- unreasonable < un- + reasonable
Επίθετο[επεξεργασία]
unreasonable (en)
- παράλογος, που δεν είναι δίκαιο και περιμένει πάρα πολλά
- ↪ He has unreasonable demands.
- Έχει παράλογες απαιτήσεις.
- ↪ He has unreasonable demands.