tolerable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός tolerable
συγκριτικός more tolerable
υπερθετικός most tolerable

Επίθετο[επεξεργασία]

tolerable (en)

  1. ανεκτός, αρκετά καλό, αλλά όχι της καλύτερης ποιότητας
    -“What was the food like?” -“Tolerable.
    -«Πώς ήταν το φαΐ;» -«Ανεκτό
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη satisfactory
  2. ανεκτός, που μπορώ να δεχτώ ή να αντέξω, αν και δυσάρεστο
    His behaviour was hardly tolerable.
    Το φέρσιμό του μόλις που ήταν ανεκτό.

Πηγές[επεξεργασία]