solid
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | solid |
συγκριτικός | solider / more solid |
υπερθετικός | solidest / most solid |
solid (en)
- στερεός, σκληρός· όχι σε μορφή υγρού ή αερίου
- ατόφιος, συμπαγής
- πολύ καλός, εξαιρετικός
- (ανεπίσημο) ολόκληρος, χωρίς διάλειμμα· συνέχεια
- ↪ I waited a solid hour.
- Περίμενα μια ολόκληρη ώρα.
- ↪ I waited a solid hour.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
solid | solids |
solid (en)
- το στερεό, στερεό σώμα· όχι υγρό ή αέριο
- ↪ Solids under normal conditions of pressure and temperature have a constant shape and volume.
- Τα στερεά υπό κανονικές συνθήκες πιέσεως και θερμοκρασίας έχουν σταθερό σχήμα και όγκο.
- ↪ Solids under normal conditions of pressure and temperature have a constant shape and volume.
- (γεωμετρία) το στερεό