Μετάβαση στο περιεχόμενο

solide

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
solide solides

solide (fr) αρσενικό ή θηλυκό