solum

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
solum < πρωτο-ινδοευρωπαϊκή *swol-

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

solum (la) ουδέτερο

  1. πάτος
  2. έδαφος
  3. πάτωμα
  4. πέλμα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
solum, ουδέτερο του solus

Επίθετο

[επεξεργασία]

solum (la)

→ δείτε τη λέξη  solus

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sōlum < solus

Επίρρημα

[επεξεργασία]
sōlum
  1. μόνο

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • non solum... sed etiam... - όχι μόνο... αλλά και...