άβολα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άβολα < άβολος
Επίρρημα[επεξεργασία]
άβολα
- όχι αναπαυτικά, «είναι λίγο άβολα σ' αυτόν τον παλιό καναπέ»
- όχι άνετα, όχι οικεία, «αισθάνομαι κάπως άβολα τόσο με την τυπικότητα όσο και με την υπερβολική οικειότητα κάποιων ανθρώπων»
- όχι κατ' ευχήν, μη ευνοϊκά, «τα πράγματα μού ήρθαν άβολα»
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άβολα