σκασιαρχείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκασιαρχείο τα σκασιαρχεία
      γενική του σκασιαρχείου των σκασιαρχείων
    αιτιατική το σκασιαρχείο τα σκασιαρχεία
     κλητική σκασιαρχείο σκασιαρχεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκασιαρχείο < σκασιάρχης + -είο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ska.si.aɾˈçi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκα‐σι‐αρ‐χεί‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκασιαρχείο ουδέτερο

  • το να μην πηγαίνει ένας μαθητής στο μάθημά του, χωρίς να είναι άρρωστος και χωρίς να έχουν γνώση οι κηδεμόνες του

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]