σκασιαρχείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκασιαρχείο < σκασιάρχης + -είο
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ska.si.aɾˈçi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκα‐σι‐αρ‐χεί‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκασιαρχείο ουδέτερο
- το να μην πηγαίνει ένας μαθητής στο μάθημά του, χωρίς να είναι άρρωστος και χωρίς να έχουν γνώση οι κηδεμόνες του
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκασιαρχείο
Πηγές
[επεξεργασία]- σκασιαρχείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας