καλή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καλή | οι | καλές |
γενική | της | καλής | των | καλών |
αιτιατική | την | καλή | τις | καλές |
κλητική | καλή | καλές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
καλή θηλυκό
- η πλευρά ενός υφάσματος, ρούχου ή γενικά επίπεδου αντικειμένου που θεωρείται ότι είναι η εξωτερική
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- καλή : κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
καλή
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
Παρώνυμα[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
καλή
- ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του καλός