unbelievable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός unbelievable
συγκριτικός more unbelievable
υπερθετικός most unbelievable

Ετυμολογία [επεξεργασία]

unbelievable < un- + believable

Επίθετο[επεξεργασία]

unbelievable (en)

  1. απίστευτος, που είναι αδύνατον να πιστέψει κανείς ότι είναι αληθινός
    What you are telling me is unbelievable.
    Aυτά που μου λες είναι απίστευτα.
     συνώνυμα:  improbable, incredible και unlikely
  2. απίστευτος, θαυμάσιος, πολύ ωραίος
    It is incredible what he did in two years.
    Είναι απίστευτο το τι έκανε μέσα σε δύο χρόνια.
    The view from the tower is unbelievable.
    Η θέα από τον πύργο είναι απίστευτη.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη excellent

Πηγές[επεξεργασία]