unbelievable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | unbelievable |
συγκριτικός | more unbelievable |
υπερθετικός | most unbelievable |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- unbelievable < un- + believable
Επίθετο[επεξεργασία]
unbelievable (en)
- απίστευτος, που είναι αδύνατον να πιστέψει κανείς ότι είναι αληθινός
- ↪ What you are telling me is unbelievable.
- Aυτά που μου λες είναι απίστευτα.
- ≈ συνώνυμα: improbable, incredible και unlikely
- ↪ What you are telling me is unbelievable.
- απίστευτος, θαυμάσιος, πολύ ωραίος