Μετάβαση στο περιεχόμενο

unlikely

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

unlikely (en)

  1. απίθανος, μη πιθανός
      He told me an unlikely excuse
    Mου είπε μια απίθανη δικαιολογία
  2. μη προφανής