μαζεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαζεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαζεύω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /maˈze.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐ζεύ‐ω
Ρήμα
[επεξεργασία]μαζεύω, αόρ.: μάζεψα/έμασα (λαϊκότροπο), παθ.φωνή: μαζεύομαι, π.αόρ.: μαζεύτηκα, μτχ.π.π.: μαζεμένος
- συγκεντρώνω
- ⮡ Η συγκέντρωση μάζεψε κόσμο στην πλατεία
- ⮡ Θα μαζευτούμε στου Κώστα
- ⮡ Δεν πας στην πλατεία να μαζέψεις καμιά φορά τα παιδιά στο σπίτι;
- ομαδοποιώ έμψυχα και άψυχα, μονάδες που είναι σκόρπιες τις συλλέγω, τις τακτοποιώ ή τις αποθηκεύω
- ⮡ μάζεψα τα μαλλιά μου
- ⮡ μαζεύουμε ραδίκια, ελιές, μαζεύει τ' αρνιά στο μαντρί
- ⮡ μαζεύω γραμματόσημα
- ⮡ μαζεύω χρήματα για τις διακοπές
- παίρνω κάτι από κάπου που δεν είναι η θέση του
- ⮡ Μάζεψε τις κάλτσες σου από την κουζίνα!
- ⮡ Εσκυψα και μάζεψα τα πεσμένα χαρτιά ενώ τα είχε ρίξει άλλος.
- ζητώ από κάποιον να δείξει συστολή, να περιοριστεί, ανακαλώ στην τάξη
- ⮡ μαζέψου λίγο!, μάζευ' τη γλώσσα σου!
- ⮡ Μάζεψε τα πόδια μου για να περάσει ο ηλικιωμένος.
- ⮡ Μάζεψε τα κουλά σου και μην τα ξαναπλώσεις στο παιδί!
- ⮡ Δεν θα μαζευτείς σπίτι καμιά φορά;
- ⮡ Τη φλέρταρε, αλλά μαζεύτηκε όταν έμαθε ότι ενδιαφερόταν για εκείνην ο καλύτερος φίλος του.
- ⮡ Θα σου τον μαζέψω εγώ. Θα δει αυτός!
- μικραίνω, κονταίνω, συρρικνώνω, συστέλλω
- ⮡ ο ράφτης μάζεψε το παντελόνι
- ⮡ Το πουλόβερ μάζεψε στην πλύση και δε μου χωράει πια.
- (αργκό) κερδίζω στο καζίνο, στα χαρτιά
- ⮡ τους τα μάζεψα, μάζεψα όλο το χαρτί (το χρήμα δηλαδή)
- → και δείτε το παθητικό μαζεύομαι
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- μαζώνω (διαφορετικού ετύμου)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- τις μαζεύω, τις μαζεύω γερά → δείτε την έκφραση: τρώω ξύλο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δε σχετίζεται ετυμολογικά το μαζώνω, μάζα
Σύνθετα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]- και οι λαϊκότροποι τύποι, αόριστος έμασα εξαρτημένος τύπος: θα μάσω, έχω μάσει
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μαζεύω | μάζευα | θα μαζεύω | να μαζεύω | μαζεύοντας | |
β' ενικ. | μαζεύεις | μάζευες | θα μαζεύεις | να μαζεύεις | μάζευε | |
γ' ενικ. | μαζεύει | μάζευε | θα μαζεύει | να μαζεύει | ||
α' πληθ. | μαζεύουμε | μαζεύαμε | θα μαζεύουμε | να μαζεύουμε | ||
β' πληθ. | μαζεύετε | μαζεύατε | θα μαζεύετε | να μαζεύετε | μαζεύετε | |
γ' πληθ. | μαζεύουν(ε) | μάζευαν μαζεύαν(ε) |
θα μαζεύουν(ε) | να μαζεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μάζεψα | θα μαζέψω | να μαζέψω | μαζέψει | ||
β' ενικ. | μάζεψες | θα μαζέψεις | να μαζέψεις | μάζεψε, μάζευ' | ||
γ' ενικ. | μάζεψε | θα μαζέψει | να μαζέψει | |||
α' πληθ. | μαζέψαμε | θα μαζέψουμε | να μαζέψουμε | |||
β' πληθ. | μαζέψατε | θα μαζέψετε | να μαζέψετε | μαζέψτε, μαζεύτε | ||
γ' πληθ. | μάζεψαν μαζέψαν(ε) |
θα μαζέψουν(ε) | να μαζέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μαζέψει | είχα μαζέψει | θα έχω μαζέψει | να έχω μαζέψει | ||
β' ενικ. | έχεις μαζέψει | είχες μαζέψει | θα έχεις μαζέψει | να έχεις μαζέψει | ||
γ' ενικ. | έχει μαζέψει | είχε μαζέψει | θα έχει μαζέψει | να έχει μαζέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε μαζέψει | είχαμε μαζέψει | θα έχουμε μαζέψει | να έχουμε μαζέψει | ||
β' πληθ. | έχετε μαζέψει | είχατε μαζέψει | θα έχετε μαζέψει | να έχετε μαζέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν μαζέψει | είχαν μαζέψει | θα έχουν μαζέψει | να έχουν μαζέψει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μαζεύομαι | μαζευόμουν(α) | θα μαζεύομαι | να μαζεύομαι | ||
β' ενικ. | μαζεύεσαι | μαζευόσουν(α) | θα μαζεύεσαι | να μαζεύεσαι | ||
γ' ενικ. | μαζεύεται | μαζευόταν(ε) | θα μαζεύεται | να μαζεύεται | ||
α' πληθ. | μαζευόμαστε | μαζευόμαστε μαζευόμασταν |
θα μαζευόμαστε | να μαζευόμαστε | ||
β' πληθ. | μαζεύεστε | μαζευόσαστε μαζευόσασταν |
θα μαζεύεστε | να μαζεύεστε | (μαζεύεστε) | |
γ' πληθ. | μαζεύονται | μαζεύονταν μαζευόντουσαν |
θα μαζεύονται | να μαζεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μαζεύτηκα | θα μαζευτώ | να μαζευτώ | μαζευτεί | ||
β' ενικ. | μαζεύτηκες | θα μαζευτείς | να μαζευτείς | μαζέψου | ||
γ' ενικ. | μαζεύτηκε | θα μαζευτεί | να μαζευτεί | |||
α' πληθ. | μαζευτήκαμε | θα μαζευτούμε | να μαζευτούμε | |||
β' πληθ. | μαζευτήκατε | θα μαζευτείτε | να μαζευτείτε | μαζευτείτε | ||
γ' πληθ. | μαζεύτηκαν μαζευτήκαν(ε) |
θα μαζευτούν(ε) | να μαζευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μαζευτεί | είχα μαζευτεί | θα έχω μαζευτεί | να έχω μαζευτεί | μαζεμένος | |
β' ενικ. | έχεις μαζευτεί | είχες μαζευτεί | θα έχεις μαζευτεί | να έχεις μαζευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει μαζευτεί | είχε μαζευτεί | θα έχει μαζευτεί | να έχει μαζευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μαζευτεί | είχαμε μαζευτεί | θα έχουμε μαζευτεί | να έχουμε μαζευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε μαζευτεί | είχατε μαζευτεί | θα έχετε μαζευτεί | να έχετε μαζευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μαζευτεί | είχαν μαζευτεί | θα έχουν μαζευτεί | να έχουν μαζευτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι μαζεμένος - είμαστε, είστε, είναι μαζεμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν μαζεμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν μαζεμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι μαζεμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι μαζεμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι μαζεμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι μαζεμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαζεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαζεύω < ελληνιστική κοινή ὁμαδεύω (όψιμη ελληνιστική συγκεντρώνω) < αρχαία ελληνική ὁμάς < ομού. Με την επίδραση του συνώνυμου μαζώνω (διαφορετικής ετυμολογίας: < μᾶζα [1] [2] ή με παρετυμολογία από το μαζί [3] < μᾶζα.
Ρήμα
[επεξεργασία]μαζεύω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- μαζώνω (διαφορετικού ετύμου)
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑036‑7. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ μαζεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
[επεξεργασία]- μαζεύω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)