μαζεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαζεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαζεύω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /maˈze.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐ζεύ‐ω

Ρήμα[επεξεργασία]

μαζεύω, αόρ.: μάζεψα/έμασα (λαϊκότροπο), παθ.φωνή: μαζεύομαι, π.αόρ.: μαζεύτηκα, μτχ.π.π.: μαζεμένος

  1. συγκεντρώνω
    Η συγκέντρωση μάζεψε κόσμο στην πλατεία
    Θα μαζευτούμε στου Κώστα
    Δεν πας στην πλατεία να μαζέψεις καμιά φορά τα παιδιά στο σπίτι;
  2. ομαδοποιώ έμψυχα και άψυχα, μονάδες που είναι σκόρπιες τις συλλέγω, τις τακτοποιώ ή τις αποθηκεύω
    μάζεψα τα μαλλιά μου
    μαζεύουμε ραδίκια, ελιές, μαζεύει τ' αρνιά στο μαντρί
    μαζεύω γραμματόσημα
    μαζεύω χρήματα για τις διακοπές
  3. παίρνω κάτι από κάπου που δεν είναι η θέση του
    Μάζεψε τις κάλτσες σου από την κουζίνα!
    Εσκυψα και μάζεψα τα πεσμένα χαρτιά ενώ τα είχε ρίξει άλλος.
  4. ζητώ από κάποιον να δείξει συστολή, να περιοριστεί, ανακαλώ στην τάξη
    μαζέψου λίγο!, μάζευ' τη γλώσσα σου!
    Μάζεψε τα πόδια μου για να περάσει ο ηλικιωμένος.
    Μάζεψε τα κουλά σου και μην τα ξαναπλώσεις στο παιδί!
    Δεν θα μαζευτείς σπίτι καμιά φορά;
    Τη φλέρταρε, αλλά μαζεύτηκε όταν έμαθε ότι ενδιαφερόταν για εκείνην ο καλύτερος φίλος του.
    Θα σου τον μαζέψω εγώ. Θα δει αυτός!
  5. μικραίνω, κονταίνω, συρρικνώνω, συστέλλω
    ο ράφτης μάζεψε το παντελόνι
    Το πουλόβερ μάζεψε στην πλύση και δε μου χωράει πια.
  6. (αργκό) κερδίζω στο καζίνο, στα χαρτιά
    τους τα μάζεψα, μάζεψα όλο το χαρτί (το χρήμα δηλαδή)
  7. → και δείτε το παθητικό  μαζεύομαι

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δε σχετίζεται ετυμολογικά το μαζώνω, μάζα

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

  • και οι λαϊκότροποι τύποι, αόριστος έμασα εξαρτημένος τύπος: θα μάσω, έχω μάσει

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαζεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαζεύω < ελληνιστική κοινή ὁμαδεύω (όψιμη ελληνιστική συγκεντρώνω) < αρχαία ελληνική ὁμάς < ομού. Με την επίδραση του συνώνυμου μαζώνω (διαφορετικής ετυμολογίας: < μᾶζα [1] [2] ή με παρετυμολογία από το μαζί [3] < μᾶζα.

Ρήμα[επεξεργασία]

μαζεύω

  1. συγκεντρώνω, συναθροίζω
  2. συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑036‑7. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. μαζεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

Πηγές[επεξεργασία]