κονταίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κονταίνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]κονταίνω
- (μεταβατικό) μειώνω το ύψος ενός πράγματος
- πρέπει να κοντύνεις λίγο τα μπατζάκια του παντελονιού σου
- (αμετάβατο) χάνω ύψος, γίνομαι πιο κοντός
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κονταίνω | κόνταινα | θα κονταίνω | να κονταίνω | κονταίνοντας | |
β' ενικ. | κονταίνεις | κόνταινες | θα κονταίνεις | να κονταίνεις | κόνταινε | |
γ' ενικ. | κονταίνει | κόνταινε | θα κονταίνει | να κονταίνει | ||
α' πληθ. | κονταίνουμε | κονταίναμε | θα κονταίνουμε | να κονταίνουμε | ||
β' πληθ. | κονταίνετε | κονταίνατε | θα κονταίνετε | να κονταίνετε | κονταίνετε | |
γ' πληθ. | κονταίνουν(ε) | κόνταιναν κονταίναν(ε) |
θα κονταίνουν(ε) | να κονταίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κόντυνα | θα κοντύνω | να κοντύνω | κοντύνει | ||
β' ενικ. | κόντυνες | θα κοντύνεις | να κοντύνεις | κόντυνε | ||
γ' ενικ. | κόντυνε | θα κοντύνει | να κοντύνει | |||
α' πληθ. | κοντύναμε | θα κοντύνουμε | να κοντύνουμε | |||
β' πληθ. | κοντύνατε | θα κοντύνετε | να κοντύνετε | κοντύνετε | ||
γ' πληθ. | κόντυναν κοντύναν(ε) |
θα κοντύνουν(ε) | να κοντύνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κοντύνει | είχα κοντύνει | θα έχω κοντύνει | να έχω κοντύνει | ||
β' ενικ. | έχεις κοντύνει | είχες κοντύνει | θα έχεις κοντύνει | να έχεις κοντύνει | ||
γ' ενικ. | έχει κοντύνει | είχε κοντύνει | θα έχει κοντύνει | να έχει κοντύνει | ||
α' πληθ. | έχουμε κοντύνει | είχαμε κοντύνει | θα έχουμε κοντύνει | να έχουμε κοντύνει | ||
β' πληθ. | έχετε κοντύνει | είχατε κοντύνει | θα έχετε κοντύνει | να έχετε κοντύνει | ||
γ' πληθ. | έχουν κοντύνει | είχαν κοντύνει | θα έχουν κοντύνει | να έχουν κοντύνει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κονταίνω