συλλέγω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συλλέγω < αρχαία ελληνική συλλέγω < συν + λέγω

Ρήμα[επεξεργασία]

συλλέγω, παθητικό: συλλέγομαι

  1. μαζεύω
    • οι αγρότες συλλέγουν τους καρπούς από τα δέντρα
    • ο δήμος έβαλε υπαλλήλους να συλλέξουν τα σκουπίδια
  2. συγκεντρώνω
    • συλλέγω τους φόρους
    • οι αστυνομικοί συνέλεξαν στοιχεία από τον τόπο του εγκλήματος
  3. συγκεντρώνω ομοειδή πράγματα συστηματικά ως ασχολία

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]