συλλογίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συλλογίζομαι < αρχαία ελληνική συλλογίζομαι [1] < σύν (συλ-) + λογίζομαι < λόγος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /si.loˈʝi.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συλ‐λο‐γί‐ζο‐μαι

συλλογίζομαι, π.αόρ.: συλλογίστηκα, μτχ.π.π.: συλλογισμένος (αποθετικό ρήμα)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

λαϊκότροπα, λογοτεχνία:

Συγγενικά

[επεξεργασία]

σύνθετα του ρήματος:

συγγενικά με σημασία «συλλογίζομαι»:

επίσης δείτε:

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]