περισυλλογή
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περισυλλογή < περισυλλέγω + -ή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]περισυλλογή θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του περισυλλέγω
- η διάσωση ή/και το μάζεμα κάποιου ανθρώπου ή πράγματος που έχει διασκορπιστεί ή εγκαταλειφθεί και η παροχή βοήθειας σ’ αυτό(ν)
- περίσκεψη
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις περισυλλέγω, περί, συλλέγω, συν και λέγω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περισυλλογή