περισυλλογή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περισυλλογή οι περισυλλογές
      γενική της περισυλλογής των περισυλλογών
    αιτιατική την περισυλλογή τις περισυλλογές
     κλητική περισυλλογή περισυλλογές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
περισυλλογή < περισυλλέγω +

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

περισυλλογή θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του περισυλλέγω
  2. περίσκεψη

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]