συγκεντρώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγκεντρώνομαι: παθητική φωνή του ρήματος συγκεντρώνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /siŋɟεnˈdɾɔnɔmε/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐γκε‐ντρώ‐νο‐μαι
Ρήμα[επεξεργασία]
συγκεντρώνομαι
- συγκεντρώνω τις σκέψεις και τις ψυχικές μου διαθέσεις σε κάτι, αφοσιώνομαι σ’ αυτό
- ※ Άραξε στο κρεβάτι του και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στο βιβλίο που κρατούσε. (Νίκος Θέμελης (2014) Η αναχώρηση [μυθιστόρημα])
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συγκεντρώνομαι | συγκεντρωνόμουν(α) | θα συγκεντρώνομαι | να συγκεντρώνομαι | ||
β' ενικ. | συγκεντρώνεσαι | συγκεντρωνόσουν(α) | θα συγκεντρώνεσαι | να συγκεντρώνεσαι | (συγκεντρώνου) | |
γ' ενικ. | συγκεντρώνεται | συγκεντρωνόταν(ε) | θα συγκεντρώνεται | να συγκεντρώνεται | ||
α' πληθ. | συγκεντρωνόμαστε | συγκεντρωνόμαστε συγκεντρωνόμασταν |
θα συγκεντρωνόμαστε | να συγκεντρωνόμαστε | ||
β' πληθ. | συγκεντρώνεστε | συγκεντρωνόσαστε συγκεντρωνόσασταν |
θα συγκεντρώνεστε | να συγκεντρώνεστε | (συγκεντρώνεστε) | |
γ' πληθ. | συγκεντρώνονται | συγκεντρώνονταν συγκεντρωνόντουσαν |
θα συγκεντρώνονται | να συγκεντρώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συγκεντρώθηκα | θα συγκεντρωθώ | να συγκεντρωθώ | συγκεντρωθεί | ||
β' ενικ. | συγκεντρώθηκες | θα συγκεντρωθείς | να συγκεντρωθείς | συγκεντρώσου | ||
γ' ενικ. | συγκεντρώθηκε | θα συγκεντρωθεί | να συγκεντρωθεί | |||
α' πληθ. | συγκεντρωθήκαμε | θα συγκεντρωθούμε | να συγκεντρωθούμε | |||
β' πληθ. | συγκεντρωθήκατε | θα συγκεντρωθείτε | να συγκεντρωθείτε | συγκεντρωθείτε | ||
γ' πληθ. | συγκεντρώθηκαν συγκεντρωθήκαν(ε) |
θα συγκεντρωθούν(ε) | να συγκεντρωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συγκεντρωθεί | είχα συγκεντρωθεί | θα έχω συγκεντρωθεί | να έχω συγκεντρωθεί | συγκεντρωμένος | |
β' ενικ. | έχεις συγκεντρωθεί | είχες συγκεντρωθεί | θα έχεις συγκεντρωθεί | να έχεις συγκεντρωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει συγκεντρωθεί | είχε συγκεντρωθεί | θα έχει συγκεντρωθεί | να έχει συγκεντρωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συγκεντρωθεί | είχαμε συγκεντρωθεί | θα έχουμε συγκεντρωθεί | να έχουμε συγκεντρωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε συγκεντρωθεί | είχατε συγκεντρωθεί | θα έχετε συγκεντρωθεί | να έχετε συγκεντρωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συγκεντρωθεί | είχαν συγκεντρωθεί | θα έχουν συγκεντρωθεί | να έχουν συγκεντρωθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συγκεντρώνομαι
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
συγκεντρώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος συγκεντρώνω