συγκεντρωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συγκεντρωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου συγκεντρώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]συγκεντρωμένος αρσενικό, συγκεντρωμένη θηλυκό, συγκεντρωμένο ουδέτερο
- που έχει συγκεντρωθεί, μαζεμένος
- οι στρατιώτες μοιράστηκαν τα συγκεντρωμένα λάφυρα
- που έχει συγκεντρωθεί σε ένα σημείο
- οι υπηρεσίες είναι συγκεντρωμένες στο κέντρο της πόλης
- που έχει συγκεντρωθεί σε ένα πράγμα, που έχει εστιάσει την προσοχή του
- τα παιδιά άκουγαν συγκεντρωμένα το μάθημα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη συγκεντρώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συγκεντρωμένος
|