collected
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | collected |
συγκριτικός | more collected |
υπερθετικός | most collected |
collected (en)
- συγκεντρωμένος
- ↪ The industry is collected around the capital.
- Η βιομηχανία είναι συγκεντρωμένη γύρω από την πρωτεύουσα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη concentrated
- ↪ The industry is collected around the capital.
- ψύχραιμος, συναισθηματικά σταθερός
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη cool-headed
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
collected (en)
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. ISBN 9780194325684., λήμμα: συγκεντρωμένος