collected

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
collected < collect + -ed

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός collected
συγκριτικός more collected
υπερθετικός most collected

collected (en)

  1. συγκεντρωμένος
    ⮡  The industry is collected around the capital.
    Η βιομηχανία είναι συγκεντρωμένη γύρω από την πρωτεύουσα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη concentrated
  2. ψύχραιμος, συναισθηματικά σταθερός
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη calm

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

collected (en)

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. ISBN 9780194325684. , λήμμα: συγκεντρωμένος