pick up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | pick up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | picks up |
αόριστος | picked up |
παθητική μετοχή | picked up |
ενεργητική μετοχή | picking up |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]pick up (en)
- (αμετάβατο, ανεπίσημο) συνεχίζω κάτι που είχε διακοπεί
- (μεταβατικό και αμετάβατο) απαντάω σε τηλεφώνημα
- ⮡ I called you, but no one picked up.
- Σε πήρα στο τηλέφωνο, αλλά δεν απάντησε κανείς.
- ⮡ I called you, but no one picked up.
- (μεταβατικό) περνάω να πάρω κάποιον, παίρνω, πάω κάπου και παίρνω κάποιον που με περιμένει
- ⮡ I will pick you up from your hotel at 7.
- Θα περάσω να σε πάρω από το ξενοδοχείο σου στις 7./Θα σε πάρω από το ξενοδοχείο σου στις 7.
- ⮡ I will pick up the children from school.
- Θα περάσω να πάρω τα παιδιά από το σχολείο.
- ⮡ The bus stopped to pick up two passengers.
- Το λεωφορείο σταμάτησε να πάρει δυο επιβάτες.
- ≈ συνώνυμα: call for, collect και get
- ⮡ I will pick you up from your hotel at 7.
- (μεταβατικό, ανεπίσημο) τσιμπάω, η αστυνομία συλλαμβάνει κάποιον
- ⮡ He was picked up by the police.
- Τον τσίμπησε η αστυνομία.
- ⮡ He was picked up by the police.
- (μεταβατικό) πιάνω, παίρνω, μαζεύω και σηκώνω κάτι
- ⮡ I picked up the dishes to clear the table.
- Σήκωσα τα πιάτα για να καθαρίσω το τραπέζι.
- ⮡ He picked up the guitar and started to play.
- Έπιασε την κιθάρα και άρχισε να παίζει.
- ⮡ Pick your books up from the floor.
- Πάρε τα βιβλία σου από το πάτωμα.
- ⮡ He picked up his hat and left.
- Πήρε το καπέλο του και έφυγε.
- ⮡ She dropped her lighter and bent down to pick it up.
- Της έπεσε ο αναπτήρας και έσκυψε να τον μαζέψει.
- ⮡ I picked up the dishes to clear the table.
Πηγές
[επεξεργασία]- pick up - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 643-644, 692-695, 901-902. ISBN 9780194325684., λήμμα: παίρνω, περνώ, τσιμπώ