gather
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | gather |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gathers |
αόριστος | gathered |
παθητική μετοχή | gathered |
ενεργητική μετοχή | gathering |
Ρήμα[επεξεργασία]
gather (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) συγκεντρώνω, συναθροίζω, συγκεντρώνω ανθρώπους, σε ένα μέρος για να σχηματίσω μια ομάδα
- μαζεύω, συσσωρεύω
- συμπεραίνω
- κερδίζω, νικώ
Πηγές[επεξεργασία]
- gather - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 830, 842. ISBN 9780194325684., λήμμα: συγκεντρώνω, συναθροίζω