gather
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | gather |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gathers |
αόριστος | gathered |
παθητική μετοχή | gathered |
ενεργητική μετοχή | gathering |
Ρήμα[επεξεργασία]
gather (en)