assemble

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας assemble
γ΄ ενικό ενεστώτα assembles
αόριστος assembled
παθητική μετοχή assembled
ενεργητική μετοχή assembling

Ρήμα[επεξεργασία]

assemble (en)

  1. (μεταβατικό) συναρμολογώ, δένω
    I can take apart and assemble a watch in an hour.
    Μπορώ να λύσω και να δέσω ένα ρολόι σε μια ώρα.
  2. συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι
  3. συγκαλώ

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 211. ISBN 9780194325684. , λήμμα: δένω