disassemble

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας disassemble
γ΄ ενικό ενεστώτα disassembles
αόριστος disassembled
παθητική μετοχή disassembled
ενεργητική μετοχή disassembling

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
disassemble < dis- + assemble

disassemble (en)

  • (μεταβατικό) αποσυναρμολογώ, διαλύω κάτι στα μέρη από τα οποία αποτελείται
    ⮡  He disassembled his computer and can’t put it back together.
    Αποσυναρμολόγησε το κομπιούτερ του και δεν μπόρεσε να το ξανασυναρμολογήσει.
    ⮡  The car can be disassembled into many separate pieces.
    Το αυτοκίνητο μπορεί να αποσυναρμολογηθεί σε πολλά ανεξάρτητα μέρη.
    ⮡  They disassembled the engine.
    Διέλυσαν τη μηχανή.
     συνώνυμα:  dismantle και take apart
     αντώνυμα: assemble