συγκαλώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συγκαλώ < αρχαία ελληνική συγκαλέω / συγκαλῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]συγκαλώ (παθητική φωνή: συγκαλούμαι)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- σύγκληση
- συγκλητικός
- σύγκλητος
- → δείτε τις λέξεις συν και καλώ
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συγκαλώ | συγκαλούσα | θα συγκαλώ | να συγκαλώ | συγκαλώντας | |
β' ενικ. | συγκαλείς | συγκαλούσες | θα συγκαλείς | να συγκαλείς | (συγκάλει) | |
γ' ενικ. | συγκαλεί | συγκαλούσε | θα συγκαλεί | να συγκαλεί | ||
α' πληθ. | συγκαλούμε | συγκαλούσαμε | θα συγκαλούμε | να συγκαλούμε | ||
β' πληθ. | συγκαλείτε | συγκαλούσατε | θα συγκαλείτε | να συγκαλείτε | συγκαλείτε | |
γ' πληθ. | συγκαλούν(ε) | συγκαλούσαν(ε) | θα συγκαλούν(ε) | να συγκαλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συγκάλεσα | θα συγκαλέσω | να συγκαλέσω | συγκαλέσει | ||
β' ενικ. | συγκάλεσες | θα συγκαλέσεις | να συγκαλέσεις | συγκάλεσε | ||
γ' ενικ. | συγκάλεσε | θα συγκαλέσει | να συγκαλέσει | |||
α' πληθ. | συγκαλέσαμε | θα συγκαλέσουμε | να συγκαλέσουμε | |||
β' πληθ. | συγκαλέσατε | θα συγκαλέσετε | να συγκαλέσετε | συγκαλέστε | ||
γ' πληθ. | συγκάλεσαν συγκαλέσαν(ε) |
θα συγκαλέσουν(ε) | να συγκαλέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συγκαλέσει | είχα συγκαλέσει | θα έχω συγκαλέσει | να έχω συγκαλέσει | ||
β' ενικ. | έχεις συγκαλέσει | είχες συγκαλέσει | θα έχεις συγκαλέσει | να έχεις συγκαλέσει | ||
γ' ενικ. | έχει συγκαλέσει | είχε συγκαλέσει | θα έχει συγκαλέσει | να έχει συγκαλέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συγκαλέσει | είχαμε συγκαλέσει | θα έχουμε συγκαλέσει | να έχουμε συγκαλέσει | ||
β' πληθ. | έχετε συγκαλέσει | είχατε συγκαλέσει | θα έχετε συγκαλέσει | να έχετε συγκαλέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συγκαλέσει | είχαν συγκαλέσει | θα έχουν συγκαλέσει | να έχουν συγκαλέσει |
|