call

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

call (en)

  1. καλώ
  2. καλώ, αποκαλώ, ονομάζω
  3. καλώ κάποιον στο τηλέφωνο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

call (en)

  1. η τηλεφωνική κλήση, το τηλεφώνημα
  2. η απόφαση
    it's your call - η απόφαση είναι δική σου
  3. (πληροφορική) η κλήση, η ενέργεια της εκτέλεσης υποπρογράμματος ή συνάρτησης

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]