Μετάβαση στο περιεχόμενο

call

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
call calls

call (en)

  1. (μετρήσιμο) η τηλεφωνική κλήση, το τηλεφώνημα
      a telephone call - μια τηλεφωνική κλήση
      short-distance/long-distance call - αστική/υπεραστική κλήση
      The fire department received dozens of calls.
    Η πυροσβεστική πήρε δεκάδες κλήσεις.
      This phone should be used for outgoing calls.
    Αυτό το τηλέφωνο πρέπει να χρησιμοποιείται για εξερχόμενες κλήσεις.
      international calls - τηλεφωνήματα εξωτερικού
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη telephone call
  2. η απόφαση
      It is your call.
    Η απόφαση είναι δική σου.
     συνώνυμα: decision
  3. η πρόσκληση, το κάλεσμα που απευθύνεται σε κάποιο για να συμμετάσχει σε μια κοινή εκδήλωση ή προσπάθεια
      He directed an open call to young people to turn out to the polls yesterday.
    Ανοιχτό κάλεσμα στους νέους να προσέλθουν στις κάλπες απηύθυνε χθες.
     συνώνυμα: invitation
  4. (πληροφορική) η κλήση, η ενέργεια της εκτέλεσης υποπρογράμματος ή συνάρτησης

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
ενεστώτας call
γ΄ ενικό ενεστώτα calls
αόριστος called
παθητική μετοχή called
ενεργητική μετοχή calling

call (en)

  1. (μεταβατικό) αποκαλώ, ονομάζω, φωνάζω, βγάζω, ονομάζω κάτι ή κάποιον με ένα συγκεκριμένο όνομα
      He calls her “mom”.
    Τη φωνάζει «μαμά».
      His name is Alcibiades but they call him Alkis.
    Τον λένε Αλκιβιάδη αλλά τον φωνάζουν Άλκη.
      What will you call the child?
    Πώς θα το βγάλετε το παιδί;
      He smoked a lot so they called him “chimney”.
    Κάπνιζε πολύ και τον έβγαλαν «φουγάρο».
      How are you called? (κυριολεκτική μετάφραση,  δείτε τη φράση what is your name?)
    Πώς σε λένε;
     συνώνυμα: name
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) τηλεφωνώ, καλώ, παίρνω κάποιον στο τηλέφωνο
      I called you yesterday.
    Σου τηλεφώνησα χθες.
      He called him on the phone.
    Τον κάλεσε στο τηλέφωνο.
      I am calling you but you don’t pick up.
    Σε παίρνω τηλέφωνο αλλά δεν το σηκώνεις.
      For more information, call this number.
    Για περισσότερες πληροφορίες πάρτε αυτό το νούμερο.
  3. (μεταβατικό) καλώ, ζητώ από κάποιον ή κάτι να έρθει γρήγορα σε ένα συγκεκριμένο μέρος με τηλέφωνο
      If you feel unwell, call the doctor immediately.
    Αν αισθανθείς άσχημα, κάλεσε αμέσως το γιατρό.
      If the noise continues, I will call the police.
    Αν συνεχιστεί ο θόρυβος, θα καλέσω την αστυνομία.
  4. (μεταβατικό) λέω, βγάζω, περιγράφω κάποιον ή κάτι με συγκεκριμένο τρόπο· θεωρώ ότι κάποιος ή κάτι είναι κάτι
      He called me a liar/a thief.
    Με είπε ψεύτη/κλέφτη.
      She called him a scoundrel.
    Τον είπε αχρείο.
      They unfairly called him a bum.
    Άδικα τον είπαν αλήτη.
      You hear him there calling me a thief!
    Ακούς εκεί να με πει κλέφτη!
      That is called fraud.
    Αυτό λέγεται απάτη.
      A polygon has many angles, that’s why it’s called that.
    Το πολύγωνο έχει πολλές γωνίες, για αυτό λέγεται έτσι.
      Everything I told him, he called nonsense.
    Όσα του διηγήθηκα, τα είπε ανοησίες.
      They called him a fraudster.
    Τον έβγαλαν απατεώνα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη characterize
  5. (μεταβατικό και αμετάβατο) καλώ, φωνάζω για να τραβήξω την προσοχή κάποιου
      He was calling for help, but no one was listening to him.
    Καλούσε σε βοήθεια, κανείς όμως δεν τον άκουγε.
      I heard someone calling (for) me.
    Άκουσα κάποιον να με φωνάζει.
      He called (out) to her to stop.
    Της φώναξε να σταματήσει.
  6. (μεταβατικό και αμετάβατο) καλώ, φωνάζω, κράζω, ζητώ από κάποιον να έρθει με δυνατή φωνή
      She called for first aid.
    Κάλεσε τις πρώτες βοήθειες.
      Call Maria for me.
    Κάλεσέ μου τη Μαρία.
      The bells are ringing and calling the faithful to the church.
    Οι καμπάνες ηχούν και καλούν τους πιστούς στην εκκλησία.
      Are you calling for me?
    Σ' εμένα φωνάζεις;
      Call the children to come and eat.
    Κράξε τα παιδιά να έρθουν να φάνε.
  7. (μεταβατικό, επίσημο) καλώ, ειδοποιώ κάποιον να προσέλθει για να κάνει κάτι
      They called him to the police station.
    Τον κάλεσαν στο αστυνομικό τμήμα.
      He was called to Paris on business.
    Κλήθηκε στο Παρίσι για δουλειές.
  8. (μεταβατικό) καλώ, διατάζω ή ανακοινώνω ότι κάτι θα γίνει
      I’m calling a general meeting.
    Καλώ γενική συνέλευση.

Παράγωγα

[επεξεργασία]