call
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
call (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
call (en)
- η τηλεφωνική κλήση, το τηλεφώνημα
- η απόφαση
- it's your call - η απόφαση είναι δική σου
- (πληροφορική) η κλήση, η ενέργεια της εκτέλεσης υποπρογράμματος ή συνάρτησης