decision

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: décision, decisión

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
decision < μέση γαλλική < λατινική decisio

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /dɪˈsɪʒən/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
decision decisions

decision (en)

  • η απόφαση
    We made important decisions.
    Πήραμε σημαντικές αποφάσεις.
    Your decision should be made independently of others’ opinions.
    Η απόφασή σου πρέπει να ληφθεί ανεξάρτητα από τη γνώμη των άλλων.

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]
  • (πληροφορική) decision support system ή DSS
ενεστώτας decision
γ΄ ενικό ενεστώτα decisions
αόριστος decisioned
παθητική μετοχή decisioned
ενεργητική μετοχή decisioning

decision (en)