decision
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- decision < μέση γαλλική < λατινική decisio
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
decision | decisions |
decision (en)
- η απόφαση
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- (πληροφορική) decision support system ή DSS
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | decision |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | decisions |
αόριστος | decisioned |
παθητική μετοχή | decisioned |
ενεργητική μετοχή | decisioning |
decision (en)