πυγμαχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πυγμαχία < αρχαία ελληνική πυγμαχία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πυγμαχία θηλυκό
- αγώνισμα μόνο με γροθιές μεταξύ δύο ατόμων μέχρι κάποιος να βγει εκτός μάχης