αποκαλώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποκαλώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποκαλέω / ἀποκαλῶ. Συγχρονικά αναλύεται σε απο- + καλώ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.po.kaˈlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐κα‐λώ
Ρήμα
[επεξεργασία]αποκαλώ, πρτ.: αποκαλούσα, αόρ.: αποκάλεσα, παθ.φωνή: αποκαλούμαι, π.αόρ.: αποκλήθηκα
- ονομάζω κάποιον ή κάτι με ένα προσωνύμιο, παρατσούκλι ή χαρακτηρισμό
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποκαλώ | αποκαλούσα | θα αποκαλώ | να αποκαλώ | αποκαλώντας | |
β' ενικ. | αποκαλείς | αποκαλούσες | θα αποκαλείς | να αποκαλείς | ||
γ' ενικ. | αποκαλεί | αποκαλούσε | θα αποκαλεί | να αποκαλεί | ||
α' πληθ. | αποκαλούμε | αποκαλούσαμε | θα αποκαλούμε | να αποκαλούμε | ||
β' πληθ. | αποκαλείτε | αποκαλούσατε | θα αποκαλείτε | να αποκαλείτε | αποκαλείτε | |
γ' πληθ. | αποκαλούν(ε) | αποκαλούσαν(ε) | θα αποκαλούν(ε) | να αποκαλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποκάλεσα | θα αποκαλέσω | να αποκαλέσω | αποκαλέσει | ||
β' ενικ. | αποκάλεσες | θα αποκαλέσεις | να αποκαλέσεις | αποκάλεσε | ||
γ' ενικ. | αποκάλεσε | θα αποκαλέσει | να αποκαλέσει | |||
α' πληθ. | αποκαλέσαμε | θα αποκαλέσουμε | να αποκαλέσουμε | |||
β' πληθ. | αποκαλέσατε | θα αποκαλέσετε | να αποκαλέσετε | αποκαλέστε | ||
γ' πληθ. | αποκάλεσαν αποκαλέσαν(ε) |
θα αποκαλέσουν(ε) | να αποκαλέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποκαλέσει | είχα αποκαλέσει | θα έχω αποκαλέσει | να έχω αποκαλέσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποκαλέσει | είχες αποκαλέσει | θα έχεις αποκαλέσει | να έχεις αποκαλέσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποκαλέσει | είχε αποκαλέσει | θα έχει αποκαλέσει | να έχει αποκαλέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποκαλέσει | είχαμε αποκαλέσει | θα έχουμε αποκαλέσει | να έχουμε αποκαλέσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποκαλέσει | είχατε αποκαλέσει | θα έχετε αποκαλέσει | να έχετε αποκαλέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποκαλέσει | είχαν αποκαλέσει | θα έχουν αποκαλέσει | να έχουν αποκαλέσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποκαλούμαι | αποκαλούμουν | θα αποκαλούμαι | να αποκαλούμαι | αποκαλούμενος | |
β' ενικ. | αποκαλείσαι | αποκαλούσουν | θα αποκαλείσαι | να αποκαλείσαι | ||
γ' ενικ. | αποκαλείται | αποκαλούνταν | θα αποκαλείται | να αποκαλείται | ||
α' πληθ. | αποκαλούμαστε | αποκαλούμασταν αποκαλούμαστε |
θα αποκαλούμαστε | να αποκαλούμαστε | ||
β' πληθ. | αποκαλείστε | αποκαλούσασταν αποκαλούσαστε |
θα αποκαλείστε | να αποκαλείστε | αποκαλείστε | |
γ' πληθ. | αποκαλούνται | αποκαλούνταν | θα αποκαλούνται | να αποκαλούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποκλήθηκα | θα αποκληθώ | να αποκληθώ | αποκληθεί | ||
β' ενικ. | αποκλήθηκες | θα αποκληθείς | να αποκληθείς | (αποκαλέσου) | ||
γ' ενικ. | αποκλήθηκε | θα αποκληθεί | να αποκληθεί | |||
α' πληθ. | αποκληθήκαμε | θα αποκληθούμε | να αποκληθούμε | |||
β' πληθ. | αποκληθήκατε | θα αποκληθείτε | να αποκληθείτε | αποκληθείτε | ||
γ' πληθ. | αποκλήθηκαν αποκληθήκαν(ε) |
θα αποκληθούν(ε) | να αποκληθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποκληθεί | είχα αποκληθεί | θα έχω αποκληθεί | να έχω αποκληθεί | ||
β' ενικ. | έχεις αποκληθεί | είχες αποκληθεί | θα έχεις αποκληθεί | να έχεις αποκληθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποκληθεί | είχε αποκληθεί | θα έχει αποκληθεί | να έχει αποκληθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποκληθεί | είχαμε αποκληθεί | θα έχουμε αποκληθεί | να έχουμε αποκληθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποκληθεί | είχατε αποκληθεί | θα έχετε αποκληθεί | να έχετε αποκληθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποκληθεί | είχαν αποκληθεί | θα έχουν αποκληθεί | να έχουν αποκληθεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα απο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «τελώ»
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «θεωρούμαι»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)