caller
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
caller (en) (πληθυντικός callers)
- (τηλεπικοινωνίες) ο καλών, αυτός που καλεί τηλεφωνικά, που παίρνει τηλέφωνο κάποιον άλλο
- (προγραμματισμός) η συνάρτηση (function) που καλεί μιά άλλη συνάρτηση (η καλούμενη λέγεται: collee)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
caller στην αγγλική Βικιπαίδεια