Μετάβαση στο περιεχόμενο

crowd around

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας crowd around
γ΄ ενικό ενεστώτα crowds around
αόριστος crowded around
παθητική μετοχή crowded around
ενεργητική μετοχή crowding around

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
crowd around <  δείτε τις λέξεις crowd και around

crowd around (en)

  • (για πλήθος ανθρώπων) στριμώχνομαι γύρω από, συγκεντρώνομαι γύρω από κάτι σε μεγάλες ποσότητες, πλημμυρίζω ένα χώρο
    παράδειγμα  We crowded around the fire.
    Στριμωχτήκαμε γύρω από τη φωτιά.
    παράδειγμα  The students crowded around their teacher.
    Τα παιδιά συγκεντρώθηκαν γύρω από το δάσκαλό τους.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη assemble

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]