ομού
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ομού < αρχαία ελληνική ὁμοῦ
Επίρρημα
[επεξεργασία]ομού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ομού
→ δείτε τη λέξη μαζί |
![]() |
ομού
→ δείτε τη λέξη μαζί |