σώσμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σώσμα | τα | σώσματα |
γενική | του | σώσματος | των | σωσμάτων |
αιτιατική | το | σώσμα | τα | σώσματα |
κλητική | σώσμα | σώσματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σώσμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σώσμα ουδέτερο
- το τελευταίο κρασί που περίσσεψε στο βαρέλι. Έχει ιδιαίτερη μυρωδιά και βαριά γεύση και είναι κάπως θολό, καθότι έχει ίχνη από το κατακάθι.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σώσμα
|