guardian
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία en[επεξεργασία]
- guardian < μέση αγγλική gardein < παλαιά γαλλική gardien
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
guardian (en)
- φύλακας
- κηδεμόνας, επιτηρητής
- ηγούμενος σε μοναστήρι Φραγκισκανών