ηγούμενος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ηγούμενος | η | ηγούμενη | το | ηγούμενο |
γενική | του | ηγούμενου | της | ηγούμενης | του | ηγούμενου |
αιτιατική | τον | ηγούμενο | την | ηγούμενη | το | ηγούμενο |
κλητική | ηγούμενε | ηγούμενη | ηγούμενο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ηγούμενοι | οι | ηγούμενες | τα | ηγούμενα |
γενική | των | ηγούμενων | των | ηγούμενων | των | ηγούμενων |
αιτιατική | τους | ηγούμενους | τις | ηγούμενες | τα | ηγούμενα |
κλητική | ηγούμενοι | ηγούμενες | ηγούμενα | |||
Συγκρίνετε με τις κλίσεις των ουσιαστικών ηγούμενος, ηγουμένη με λόγιους τύπους. | ||||||
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ηγούμενος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἡγούμενος < αρχαία ελληνική ἡγούμενος, μετοχή ενεστώτα του μεσοπαθητικού ρήματος ἡγοῦμαι (ἡγέομαι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seh₂g-
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /iˈɣu.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐γού‐με‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ηγούμενος | οι | ηγούμενοι |
γενική | του | ηγούμενου & ηγουμένου |
των | ηγούμενων & ηγουμένων |
αιτιατική | τον | ηγούμενο | τους | ηγούμενους & ηγουμένους |
κλητική | ηγούμενε | ηγούμενοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συγκρίνετε με την κλίση στο επίθετο ηγούμενος. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ηγούμενος αρσενικό (θηλυκό ηγουμένη, ηγουμένισσα, γουμένισσα)
- (χριστιανισμός) ο ανώτερος από τους μοναχούς μιας μονής, αυτός που ασκεί τη διοίκηση και την πνευματική εποπτεία στο μοναστήρι
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- γούμενος (προφορικό, δημοτική)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ηγούμαι
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
ηγούμενος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ηγούμενος
Πηγές
[επεξεργασία]- ηγούμενος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ηγούμενος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Χριστιανισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)