φρουρός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φρουρός οι φρουροί
      γενική του φρουρού των φρουρών
    αιτιατική τον φρουρό τους φρουρούς
     κλητική φρουρέ φρουροί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φρουρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φρουρός [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fɾuˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φρου‐ρός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φρουρός αρσενικό ή θηλυκό

  1. πρόσωπο που φρουρεί, φυλάει και προστατεύει κάποιον ή κάτι
    ⮡  Ο φρουρός κατάφερε να ακινητοποιήσει τους ληστές.
    ※  Περνάει ο στρατός, της Ελλάδος φρουρός
    στίχοι εμβατηρίου (1931) του {{β|Διονύσιος Βισβάρδης|Διονύσιου Βισβάρδη]])
    ⮡  φρουρός στο στρατό, στα αστυνομικά τμήματα, στις φυλακές
    → δείτε και ειδικός φρουρός (ένστολος δημόσιος υπάλληλος με ειδική εκπαίδευση και άδεια οπλοφορίας)
    ⮡  φρουρός σε τράπεζες, σε πολυκαταστήματα (ιδιωτικός υπάλληλος με περιορισμένες αρμοδιότητες και χωρίς άδεια οπλοφορίας)
  2. (μεταφορικά) πρόσωπο που προστατεύει ή υπερασπίζεται κάτι
    ⮡  Ήταν πάντα φρουρός της ελεύθερης έκφρασης.
    ⮡  Τίτλοι μυθιστορημάτων, όπως «Οι φρουροί της Αχαΐας» του Τάσου Αθανασιάδη, «Ο φρουρός της καρδιάς» της Φρανσουάζ Σαγκάν.
    ※  Σε θέλω στο πλευρό μου, ακοίμητο φρουρό μου, με το φιλί με το σπαθί...
    Στίχοι τραγουδιού του Μιχάλη Γκανά, τραγουδίστρια: Ελευθερία Αρβανιτάκη

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
φρουρ- 

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φρουρός οἱ φρουροί
      γενική τοῦ φρουροῦ τῶν φρουρῶν
      δοτική τῷ φρουρ τοῖς φρουροῖς
    αιτιατική τὸν φρουρόν τοὺς φρουρούς
     κλητική ! φρουρέ φρουροί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φρουρώ
γεν-δοτ τοῖν  φρουροῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φρουρός, ήδη τον 5ο αιώνα θεσσαλικός τύπος : προυρός < προοράω, δωρικός τύπος : πρωρός, με πρόσληψη του δασέος *πhρο‑ορός < *προ‑Ϝορός < προ- + ὁράω / ὁρῶ με επίθημα -ουρός[1] Παραβάλετε το φροῦδος, προοίμιον .

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φρουρός

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
φρουρ- 

Δε σχετίζεται η διφρουργία (< δίφρος)

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.