φρουρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φρουρός | οι | φρουροί |
γενική | του | φρουρού | των | φρουρών |
αιτιατική | τον | φρουρό | τους | φρουρούς |
κλητική | φρουρέ | φρουροί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φρουρός < αρχαία ελληνική φρουρός
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φρουρός αρσενικό ή θηλυκό
- πρόσωπο που φρουρεί κάποιον ή κάτι
- ο φρουρός κατάφερε να ακινητοποιήσει τους ληστές
- Περνάει ο στρατός, της Ελλάδος φρουρός (εμβατήριο)
- φρουρός στο στρατό, στα αστυνομικά τμήματα, στις φυλακές, ειδικός φρουρός (ένστολος δημόσιος υπάλληλος με ειδική εκπαίδευση και άδεια οπλοφορίας)
- φρουρός σε τράπεζες, πολυκαταστήματα (ιδιωτικός υπάλληλος με περιορισμένες αρμοδιότητες και χωρίς άδεια οπλοφορίας)
- (μεταφορικά) πρόσωπο που προστατεύει ή υπερασπίζεται κάτι
- ήταν πάντα φρουρός της ελεύθερης έκφρασης
- Ο φρουρός της καρδιάς μου (μυθ. της Φρανσουάζ Σαγκάν)
- Σε θέλω στο πλευρό μου, ακοίμητο φρουρό μου, με το φιλί με το σπαθί... (Ελ. Αρβανιτάκη, στίχοι Μιχάλη Γκανά)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φρουρός
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φρουρός
- που φρουρεί, φυλάσσει
- φρουροὺς ἐγκατέλιπον : άφησαν φρουρά (στις Πλαταιές) (Θουκ. Πελ. Πόλ. Βιβλίο 2, 6)
- τοὺς φύλακας οἷον φρουρούς (Αριστ. Πολιτ.)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)