περιφρουρῶ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περιφρουρῶ < συνηρημένος τύπος του περιφρουρέω < περί και φρουρέω < φρουρός + jω
Ρήμα
[επεξεργασία]περιφρουρῶ στην καθαρεύουσα και περιφρουρέω στην αρχαία ελληνική
- φρουρώ ολόγυρα ένα τόπο, τον περιτειχίζω
- προστατεύω, περιφρουρώ
Συγγενικά
[επεξεργασία]- περιφρούρησις (μεταγενέστερη), λέξη της καθαρεύουσας