ἐμφρουρέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐμφρουρέω < ἐν και φρουρέω < φρουρός + jω

ἐμφρουρέω