Absicht

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Absicht (de) θηλυκό

  • η πρόθεση, ο σκοπός
    ich habe die Absicht... - έχω την πρόθεση / προτίθεμαι / σκοπεύω...

Εκφράσεις[επεξεργασία]