goal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
goal | goals |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]goal (en)
- το τέρμα, ο χώρος που πρέπει να περάσει η μπάλα για να σημειωθεί γκολ
- ⮡ The ball entered the goal.
- Η μπάλα μπήκε στο τέρμα.
- ⮡ Where is the opposing team’s goal?
- Πού βρίσκεται το τέρμα της αντίπαλης ομάδας;
- ⮡ The goalkeeper looks after the goal.
- Ο τερματοφύλακας προσέχει το τέρμα.
- ⮡ The ball entered the goal.
- το γκολ, η πράξη του να βάλω την μπάλα στο τέρμα
- ⮡ A pass, the striker shoots and goal!
- Πάσα, ο επιθετικός σουτάρει και γκολ!
- ⮡ The forward kicks the ball and makes a goal!
- Ο επιθετικός κλωτσάει την μπάλα και βάζει γκολ!
- ⮡ A pass, the striker shoots and goal!
- ο σκοπός, ο στόχος
- ⮡ What’s your goal in working so hard?
- Για ποιο σκοπό δουλεύεις τόσο πολύ;
- ⮡ Her goal is to go to university in France.
- Ο στόχος της είναι να πάει σε πανεπιστήμιο στη Γαλλία.
- ⮡ The team worked together brilliantly to achieve its goal.
- Η ομάδα συνεργάστηκε λαμπρά για να πετύχει τον στόχο της.
- ⮡ What’s your goal in working so hard?
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
goal | goals |
goal (fr) αρσενικό
- (αθλητισμός) ο τερματοφύλακας, ο γκολκίπερ