goalkeeper
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
goalkeeper | goalkeepers |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]goalkeeper (en)
- (αθλητισμός) ο/η τερματοφύλακας
- ⮡ The goalkeeper went out into the penalty area!
- Ο τερματοφύλακας βγήκε στη μεγάλη περιοχή!
- ⮡ The goalkeeper went out into the penalty area!