goalkeeper
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
goalkeeper | goalkeepers |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
goalkeeper (en)
- (αθλητισμός) ο/η τερματοφύλακας
- ↪ The goalkeeper went out into the penalty area!
- Ο τερματοφύλακας βγήκε στη μεγάλη περιοχή!
- ↪ The goalkeeper went out into the penalty area!