goalie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
goalie | goalies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
goalie (en)
- (αθλητισμός, προφορικό) ο/η τερματοφύλακας
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη goalkeeper